Εκείνο που, οπωσδήποτε, πρέπει να ξέρουμε για το τραγικό είναι αυτός ο μυστικός σύνδεσμος που ενώνει το λογικό με το καθημερινό. Να γιατί ο Σάμσα, ο ήρωας της “Μεταμόρφωσης”, είναι ένας εμπορικός αντιπρόσωπος. Να γιατί το μόνο πράγμα που τον απασχολεί στη μοναδική του περιπέτεια, όταν μεταμορφώνεται σε μαμούνι, είναι μήπως ο προϊστάμενός του δυσαρεστηθεί από την απουσία του. Αποκτά πόδια εντόμου και κεραίες, η ράχη του καμπουριάζει, στην κοιλιά του εμφανίζονται άσπρα στίγματα και – δε θα ‘λεγα πως αυτό δεν τον ξαφνιάζει, θα ήταν λάθος – ωστόσο αυτό του προξενεί μια “μικρή στεναχώρια”. Όλη η τέχνη του Κάφκα βρίσκεται μέσα σ’ αυτή την απόχρωση. Στο βασικό του έργο, στον “Πύργο”, εκείνο που παρουσιάζεται σε πρώτο πλάνο είναι οι λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, κι όμως, σ’ αυτό το παράξενο μυθιστόρημα όπου τίποτα δεν τελειώνει κι όλα ξαναρχίζουν, περιγράφεται η μεγάλη περιπέτεια μιας ψυχής που αναζητάει τη λύτρωσή της. Αυτά – τη μετουσίωση του προβλήματος σε πράξη, τη σύμπτωση του γενικού με το ειδικό – τα συναντάμε σ’ όλα τα μικρά τεχνάσματα που χρησιμοποιεί κάθε μεγάλος δημιουργός. Στην “Δίκη”, ο ήρωας θα μπορούσε να λέγεται Σμιθ ή Φραντς Κάφκα. Αλλά ονομάζεται Ζόζεφ Κ… Δεν είναι ο Κάφκα κι όμως είναι ο ίδιος ο Κάφκα. Είναι ένας μέσος Ευρωπαίος. Είναι σαν όλο τον κόσμο. Αλλά, είναι και η ουσία του Κ. που ζωντανεύει τον άγνωστο “Χ” αυτής της σαρκικής εξίσωσης.
Ακόμα ο Κάφκα, θέλοντας να εκφράσει το παράλογο, χρησιμοποιεί τη συνάφεια. Ξέρουμε την ιστορία του τρελού που ψάρευε μέσα σε μια μπανιέρα. Ένας γιατρός με δικές του ιδέες τον ρώτησε: “Αν τσιμπάει τίποτα” και δέχτηκε την αυστηρή απάντηση: “Όχι, ανόητε, αφού ψαρεύω μέσα σε μια μπανιέρα”. Αυτή η ιστορία είναι παράξενη. Αλλά μας δίνει παραστατικά να καταλάβουμε πόσο συνδεδεμένο είναι το παράλογο αποτέλεσμα με την υπερβολική λογική. Πραγματικά, ο κόσμος του Κάφκα είναι ένα ανέκφραστο σύμπαν, όπου ο άνθρωπος προσφέρει στον εαυτό του τη βασανιστική πολυτέλεια να ψαρεύει μέσα σε μια μπανιέρα ξέροντας πως δε θα βγάλει τίποτα. Εδώ, λοιπόν, αναγνωρίζω τις βασικές αρχές ενός παράλογου έργου. Στη “Δίκη”, λόγου χάρη, η επιτυχία είναι ολοκληρωτική. Η σάρκα θριαμβεύει. Δε λείπει τίποτα, ούτε η ανέκφραστη επανάσταση (είναι αυτή, όμως, που γράφει), ούτε η φωτεινή και βουβή απελπισία (αυτή, όμως, δημιουργεί), ούτε αυτή η καταπληκτική ελευθερία που οι ήρωες του μυθιστορήματος αναπνέουν μέχρι τον τελικό τους θάνατο.
Κι όμως, αυτός ο κόσμος δεν είναι τόσο κλειστός όσο φαίνεται. Σ’ αυτό το ακίνητο σύμπαν ο Κάφκα θα εισαγάγει μ’ ένα μοναδικό τρόπο την ελπίδα. Απ’ αυτή την άποψη η “Δίκη” και ο “Πύργος” δεν έχουν το ίδιο νόημα. Αλληλοσυμπληρώνονται. Η ανεπαίσθητη εξέλιξη που μπορούμε να διακρίνουμε από το ένα έργο στο άλλο, εκφράζει μια τεράστια κατάκτηση στον τομέα της φυγής. Η “Δίκη” θέτει ένα πρόβλημα που ως ένα σημείο λύνει ο “Πύργος”. Η πρώτη, σύμφωνα με μια σχεδόν επιστημονική μέθοδο, περιγράφει – χωρίς να συμπεραίνει – ο δεύτερος, μέχρις ενός σημείου, εξηγεί. Η “Δίκη” κάνει διάγνωση κι ο “Πύργος” επινοεί μια θεραπευτική μέθοδο. Αλλά το φάρμακο που προτείνει δε γιατρεύει. Κάνει μονάχα την αρρώστια να μπει στην κανονική ζωή. Τη βοηθάει να δεχτεί αυτή τη ζωή. Κατά κάποιο τρόπο (ας θυμηθούμε τον Κίρκεγκωρ) την κάνει αγαπητή. Ο γεωμέτρης Κ… δεν έχει άλλη έγνοια απ’ αυτή που τον κατατρώει. Ακόμα κι εκείνοι που τον περιστοιχίζουν κυριεύονται απ’ αυτό το κενό και απ’ την ίδια ανώνυμη οδύνη, λες κ ι εδώ ο πόνος είναι κατάσταση ενός προνομιούχου προσώπου. “Πόσο σ’ έχω ανάγκη”, λέει η Φρίντα στον Κ… “Πόσο εγκαταλειμμένη νοιώθω, από τότε που σε γνώρισα, όταν δεν είσαι κοντά μου”. Αυτό το δυνατό φάρμακο που μας κάνει ν’ αγαπάμε ό,τι μας συντρίβει και που γεννά την ελπίδα σ’ ένα χωρίς διέξοδο κόσμο, αυτό το ξαφνικό “άλμα” που κάνει τα πάντα ν’ αλλάζουν, είναι το μυστικό της υπαρξιακής επανάστασης και του ίδιου του “Πύργου”.