Δεν είναι καθόλου αστεία εδώ η έννοια της ελπίδας. Αντίθετα, όσο πιο τραγική είναι η κατάσταση που παρουσιάζει ο Κάφκα, τόσο πιο δυνατή και πιο προκλητική γίνεται αυτή η ελπίδα. Πραγματικά, όσο πιο παράλογη είναι η “Δίκη”, τόσο πιο απροσδόκητο κι αδικαιολόγητο φαίνεται το παράφορο “άλμα” του “Πύργου”. Εδώ, όμως, ξαναβρίσκουμε σε γνήσια κατάσταση την παράδοξη υπαρξιακή σκέψη, όπως την εκφράζει, λόγου χάρη, ο Κίρκεγκωρ: “Πρέπει να χτυπάμε ως το θάνατο την επίγεια ελπίδα, μονάχα με τη βοήθεια της αληθινής ελπίδας [Η Αγνότητα της καρδιάς.] θα σωθούμε”. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: “Έπρεπε να γραφτεί η “Δίκη” για ν’ ακολουθήσει ο “Πύργος””.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που έχουν μιλήσει για τον Κάφκα παρομοίασαν το έργο του με μια απελπισμένη κραυγή του ανθρώπου που δε βλέπει βοήθεια από πουθενά. Αλλά αυτό πρέπει ν’ αναθεωρηθεί. Υπάρχει ελπίδα κι ελπίδα. Το αισιόδοξο του κ. Ανρύ Μπορντώ μου φαίνεται ιδιαίτερα αποθαρρυντικό. Γιατί στις κάπως δύσκολες καρδιές δεν προσφέρει τίποτα. Αντίθετα, η σκέψη του Μαλρώ παραμένει πάντα τονωτική. Και στις δυο όμως περιπτώσεις δεν υπάρχει ούτε η ίδια ελπίδα ούτε η ίδια απελπισία. Βλέπω μονάχα πως αυτό, το ίδιο το παράλογο έργο μπορεί να οδηγήσει στην απιστία – που θέλω ν’ αποφύγω. Το έργο, που δεν ήταν παρά μια ασήμαντη επανάληψη μιας μάταιης κατάστασης, μια φωτεινή έξαρση του φθαρτού, εδώ γίνεται ένα λίκνο ψευδαισθήσεων. Εξηγεί, δίνει μορφή στην ελπίδα. Ο δημιουργός δεν μπορεί ν’ αποχωριστεί απ’ αυτό. Δεν είναι το τραγικό παιχνίδι που έπρεπε να είναι. Δίνει ένα νόημα στη ζωή του συγγραφέα.
Πάντως, είναι περίεργο το ότι έργα με συγγενική έμπνευση, όπως τα έργα του Κάφκα, του Κίρκεγκωρ ή του Σεστώφ, τα έργα – για να μη μακρηγορώ – των υπαρξιακών μυθιστοριογράφων και φιλοσόφων, ενώ είναι στραμμένα ολόκληρα προς το παράλογο και τις συνέπειές του, τελικά, καταλήγουν σ’ αυτήν την φοβερή κραυγή της ελπίδας.
Αγκαλιάζουν το Θεό που τους αφανίζει. Η ελπίδα παίρνει τη μορφή της ταπεινοφροσύνης. Γιατί ο παραλογισμός της ύπαρξης τους βεβαιώνει ακόμα περισσότερο για την υπερφυσική πραγματικότητα. Υπάρχει, λοιπόν, μια διέξοδος, αν ο δρόμος αυτής της ζωής καταλήγει στον Θεό. Και η υπομονή κι επιμονή, με την οποία ο Κίρκεγκωρ, ο Σεστώφ και οι ήρωες του Κάφκα ξαναπαίρνουν κάθε φορά την πορεία τους είναι μια μοναδική εγγύηση για τη μεγάλη δύναμη αυτής της βεβαιότητας. [Στον “Πύργο” το μόνο χωρίς ελπίδα πρόσωπο είναι η Αμαλία. Σ’ αυτήν αντιστέκεται με περισσότερη μανία ο γεωμέτρης.]
Ο Κάφκα αρνιέται στον Θεό του το ηθικό μεγαλείο, τη λαμπρότητα, την καλοσύνη, τη συνέπεια – αλλά γι’ αυτό πέφτει στην αγκαλιά του ευκολότερα. Το παράλογο αναγνωρίζεται, γίνεται αποδεκτό, ο άνθρωπος υποτάσσεται σ’ αυτό και, απ’ αυτήν τη στιγμή, δεν υπάρχει πια παράλογο, εξαφανίζεται. Μέσα στα στενά πλαίσια της ανθρώπινης κατάστασης, υπάρχει πιο μεγάλη ελπίδα απ’ την ελπίδα που σου επιτρέπει να ξεφύγεις απ’ αυτή την κατάσταση; Για μια ακόμα φορά, διαπιστώνω πως η υπαρξιακή σκέψη, αντίθετα απ’ τη γνώμη που υπάρχει, είναι γεμάτη από μια υπέρμετρη ελπίδα, απ’ την ελπίδα που με τον πρώτο χριστιανισμό και το κήρυγμα, αναστάτωσε τον αρχαίο κόσμο. Αλλά πώς, σ’ αυτό το άλμα που χαρακτηρίζει την υπαρξιακή σκέψη, σ’ αυτή την επιμονή, σ’ αυτό το χώρο μιας αθέατης θεότητας – πώς δε βλέπουν το σημάδι μιας σαφήνειας που αρνιέται τον εαυτό της; Σ’ αυτά βλέπουν μονάχα μια περηφάνια που, για να σωθεί, παραιτείται. Μ’ αυτή την παραίτηση θα γίνουμε πλούσιοι. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα. Δεν μπορούν να μειώσουν στα μάτια μου την ηθική αξία της σαφήνειας λέγοντας πως είναι στείρα, όπως κάθε περηφάνια. Γιατί ακόμα και μια αλήθεια, απ’ τον ίδιο τον ορισμό της, είναι στείρα. Όλες οι αναμφισβήτητες αλήθειες είναι στείρες. Μέσα σ’ ένα κόσμο όπου τα πάντα είναι δεδομένα και τίποτα δεν εξηγείται, η γονιμότητα μιας αξίας ή μιας μεταφυσικής είναι μια κενή από περιεχόμενο έννοια.