Από την Γραμματική των Πολιτισμών, μετφ. Άρης Αλεξάκης, ΜΙΕΤ, 2007.
Ας υποθέσουμε ότι μας δίνεται η δυνατότητα να έχουμε μια γενική εποπτεία του συνόλου των γνώσεών μας για την ευρωπαϊκή ιστορία, από τον 5ον αιώνα ως τη σημερινή εποχή ή, καλύτερα, ως τον 18ο αιώνα, και ότι μπορούμε να εγγράψουμε όλον αυτόν τον όγκο των γνώσεων σε μια ηλεκτρονική μνήμη (ας πούμε ότι είναι δυνατή μια τέτοια εγγραφή), και ότι τέλος έχουμε την περιέργεια να ρωτήσουμε την πολυτάλαντη αυτή μνήμη ποιο είναι το πρόβλημα που εμφανίζεται πιο συχνά και στο χρόνο αλλά και στο χώρο όπου διαδραματίζεται η ατέλειωτη αυτή ιστορία. Ε λοιπόν, πρώτο θα προβάλει, είναι βέβαιο, το πρόβλημα της ή καλύτερα των ευρωπαϊκών ελευθεριών. Η λέξη ελευθερία είναι η λέξη κλειδί.
Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι ο δυτικός κόσμος, στον ιδεολογικό πόλεμο που διεξάγει σήμερα, επέλεξε για τον εαυτό του το όνομα «ελεύθερος κόσμος» —έστω και με προθέσεις όχι απόλυτα ανυστερόβουλες— αποδεικνύεται θεμιτό, απόλυτα θεμιτό, αν το δει κανείς στο φως της ευρωπαϊκής ιστορίας, έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε ανά τους αιώνες.
Με τον όρο ελευθερία, πρέπει να νοούμε όλες τις μορφές ελευθερίας, συμπεριλαμβανομένων και των καταχρηστικών.
Στην πραγματικότητα, οι ελευθερίες αυτές δεν παύουν να αλληλοαπειλούνται. Η μια περιορίζει την άλλη, την καταργεί, για να υποκύψει κι αυτή με τη σειρά της μόλις εμφανιστεί κάποια άλλη ελευθερία που την αντιμάχεται. Αυτή η διαδοχή, που δεν γίνεται ποτέ κάτω από ειρηνικές συνθήκες, στάθηκε ένα από τα μυστικά των πολλαπλών προόδων που σημείωσε η Ευρώπη.
Ακόμη θα πρέπει να πούμε τι ακριβώς εννοούμε λέγοντας «ελευθερία». Εδώ δεν πρόκειται τόσο για την ατομική ελευθερία, που είναι το σύνηθες μέτρο του σύγχρονου «ελεύθερου κόσμου», όσο για ελευθερίες ομαδικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μεσαίωνας κάνει πολύ περισσότερο λόγο για ελευθερίες, libertates, παρά για ελευθερία, libertas. Έτσι, στον πληθυντικό, η λέξη ελάχιστα διαφέρει από τα προνόμια, privilegia, ή από τα δικαιώματα, jura. Οι ελευθερίες αυτές είναι, στην ουσία, διάφορες απαλλαγές, διάφορα προνόμια, τα οποία χρησιμοποιεί η μιά ή η άλλη κοινότητα ανθρώπων και συμφερόντων, αρχικά ως μέσα προστασίας της και, όταν νιώσει ασφαλής, ως όπλα με τα οποία επιτίθεται κατά των άλλων, συχνά μάλιστα χωρίς την παραμικρή αναστολή.
Αυτές οι συλλογικές ελευθερίες, που αργούν να εδραιωθούν και να λάβουν την πλήρη μορφή τους, χρειάζονται άλλον τόσο χρόνο αργότερα για να περιοριστούν σε όρια ανεκτά, ή και για να καταργηθούν. Είναι κατά κανόνα κορακοζώητες.
Η απελευθέρωση των χωρικών είναι χρονολογικά από τις πρώτες ελευθερίες που υποφώσκουν, και ασφαλώς η τελευταία που γίνεται πράξη —θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κάνεις ότι δεν εχει ακόμη ολοκληρωθεί στις μέρες μας.
Για μας, ελευθερία υπάρχει μόνον όταν ανάμεσα στον αγρότη και στη γη δεν παρεμβάλλεται πλέον καμιά μορφή ξένης ιδιοκτησίας, ούτε του χωροδεσπότη, ούτε του αστού, ούτε του κεφαλαιοκράτη• όταν καμία δουλεία δεν βαρύνει τον αγρότη ως άτομο• τέλος όταν η εργασία του είναι αρκετά παραγωγική ώστε νά του εξασφαλίζει την τροφή, αφήνοντάς του και ένα πλεόνασμα, και όταν αυτό το πλεόνασμα, σε περίπτωση που καταλήγει στη γειτονική αγορά, δεν χρησιμεύει μόνο για να πλουτίζει ο μεσάζων, αλλά παρέχει και στον αγρότη τη δυνατότητα να αγοράζει τουλάχιστον όσα του είναι απαραίτητα.
Πολλές οι προϋποθέσεις. Κι αν μπορούμε σήμερα να λέμε ότι ο Ευρωπαίος αγρότης είχε στο παρελθόν ορισμένα πλεονεκτήματα, ακόμη και ορισμένες ελευθερίες, είναι γιατί τόν συγκρίνουμε με άλλους αγρότες, που βρίσκονταν ασφαλώς σε χειρότερη μοίρα από αυτόν. Σε γενικές γραμμές, ο αγρότης, στην Ευρώπη, βγήκε ωφελημένος από κάθε περίοδο οικονομικής αναθέρμανσης.
Αυτό συνέβη και κατά την οικονομική αφύπνιση της Ευρώπης, που ανάγεται στον 10ο αιώνα, το νωρίτερο. Εκείνη την εποχή, παρατηρείται παντού αύξηση της γεωργικής παραγωγής, τόσο στις «νέες» χώρες του Βορρά, όπου διαδίδεται, ξεκινώντας από τα γερμανικά εδάφη και από την Πολωνία, η μέθοδος της τριετούς αμειψισποράς, όσο και στις νότιες περιοχές (Ιταλία, μεσημβρινή Γαλλία) όπου η διετής αμειψισπορά (δημητριακά, αγρανάπαυση) εξακολουθεί να αποτελεί τον κανόνα.
Αυτή η αύξηση της παραγωγής συναρτάται με τη δημογραφική άνοδο και με την ανάπτυξη των πόλεων. Τούτη η τελευταία μάλιστα στάθηκε βασική της προϋπόθεση, και αποκόμισε με τη σειρά της τα οφέλη που επακολούθησαν.
Ήδη από τον 11ο αιώνα, και για όσο διάστημα διαρκεί η οικονομική άνοδος, η μοίρα του χωρικού, που ήταν μέχρι τότε δεμένος με τη γη ως δουλοπάροικος, μεταβάλλεται με γοργό ρυθμό. «Ενώ το χωράφι ανήκε αρχικά στον πολεμιστή και αργότερα στον ανταγωνιστή του, τον ιερωμένο, τώρα πέφτει στα χέρια του καλλιεργητή … (Διαπιστώθηκε) παραχώρηση της γης σε όλους τους αγρότες, όσοι το επιθυμούσαν, αντί ασήμαντης ετήσιας γαιομισθίας, την οποία έπρεπε να καταβάλλουν στους πρώην ιδιοκτήτες.» Αυτή η αγροληψία ήταν φαινόμενο μιας εποχής όπου η γή ήταν άφθονη ενώ ο άνθρωπος σπάνιζε και, επομένως, η ανθρώπινη εργασία ήταν πολυτιμότερη από τη γη» (Ντ’Αβενέλ). Δεν χωρεί αμφιβολία ότι σε μεγάλες περιοχές (όχι σε όλες) σημειώθηκε κάποια απελευθέρωση των χωρικών. «Ήμασταν κιόλας ελεύθεροι από τον 12ο αιώνα», αρεσκόταν να λέει ο ιστορικός Ανρί Πιρέν, έχοντας στο μυαλό του τους χωρικούς της Δύσης.
Ωστόσο αυτή η απελευθέρωση δεν είναι ούτε πλήρης ούτε γενική ούτε, το σημαντικότερο, οριστική. Βέβαια, το γεγονός ότι υπάρχει μια κάποια ισορροπία —και μάλιστα ευρύτατα διαδεδομένη— είναι αναμφισβήτητο• ότι η ισορροπία αυτή παραχωρεί de facto τη γη στον αγρότη, ο οποίος έχει την κυριότητα της, είναι «νοικοκύρης στο σπίτι του», μπορεί κι αυτός να την εκχωρήσει ή να την πουλήσει είναι κι αυτό αναμφισβήτητο. Τέλος, ότι το ύψος της χρηματικής οφειλής καθορίζεται από αρκετά νωρίς αποβαίνει μακροπρόθεσμα προς όφελος του χωρικού, γιατί με το πέρασμα των αιώνων το νόμισμα συνεχώς υποτιμάται, και οι χρηματικές οφειλές, που παραμένουν σταθερές, καταντούν καμιά φορά, με τον καιρό, γελοίες.
Ωστόσο, όλα αυτά τα πλεονεκτήματα δεν έχουν νομική κατοχύρωση. Ο άρχοντας, διατηρεί πάντοτε ένα ισχυρότερο δικαίωμα πάνω στη γη, το οποίο μπορεί να ανακτήσει την καταπιεστική του ισχύ οποιαδήποτε στιγμή, ανάλογα με τους τόπους και με τις περιστάσεις. Απόδειξη τα τόσα και τόσα αγροτικά κινήματα: οι εξεγέρσεις των χωρικών στη Γαλλία (1358), η εξέγερση των εργατών και των αγροτών στην Αγγλία (1381), ο τεράστιος και απότομος ξεσηκωμός των Γερμανών χωρικών (1524-1525), ή, και πάλι στη Γαλλία, εκείνες οι αλλεπάλληλες ταραχές που προκαλούν οι χωρικοί την πρώτη πεντηκονταετία του 17ου αιώνα. Πάντοτε αυτές οι εξεγέρσεις, αυτές οι «γενικές απεργίες» καταπνίγηκαν. Και τελικά, μόνον η συνεχής απειλή τους θα βοηθήσει τους χωρικούς να περισώσουν ένα μέρος των ελευθεριών και των πλεονεκτημάτων που είχαν κατακτήσει.
Πράγματι, τα πλεονεκτήματα αυτά τίθενται και πάλι σε αμφισβήτηση, σε ολόκληρη την Ευρώπη, με την οικονομική και καπιταλιστική εξέλιξη του σύγχρονου κόσμου. Ήδη από τον 16ο αιώνα, αλλά ακόμη περισσότερο τον 17ο, ο καπιταλισμός, που δεν βρίσκει πια άλλα πεδία εφαρμογής λόγω της οικονομικής κάμψης, στρέφεται προς τη γη. Μια συνεχώς διογκούμενη αντίδραση «των Ευγενών», αλλά και των αστών, ξεκινά από την περιφέρεια των πόλεων, μικρών και μεγάλων, και δεν αργεί να πλήξει τη γειτονική ύπαιθρο. Νέου τύπου ιδιοκτησίες (που το όνομά τους ποικίλλει στη Γαλλία ανάλογα με την περιοχή: fermes, granges, métairies, οι λέξεις αυτές, συχνά με διαφορετική σημασία από τη σημερινή) συγκροτούνται και σχηματίζουν μεγάλα κτήματα, κατά προτίμηση ενιαία, εις βάρος πάντοτε της γης των χωρικών. Κατά κανόνα, οι ιδιοκτήτες διέπονται από πνεύμα καπιταλιστικό, και δεν έχουν άλλο μέλημα παρά την απόδοση και το κέρδος. Είναι και δανειστές χρημάτων, και σ’ αυτούς χρεώνονται οι αγρότες, ώσπου τελικά, μια ωραία πρωία, η γη τους κατάσχεται ή βαρύνεται με εκείνες τις απειράριθμες γαιοπροσόδους που ευνοούν τους πλούσιους. Γεμάτα τα κατάστιχα των συμβολαιογράφων από τέτοια συμβόλαια. Τότε πια, τα πάντα βαρύνουν τον αγρότη, ακόμη και τα μισθωτήρια που γίνονται με βάση τη μορτή, οπότε το μίσθωμα ορίζεται πολλές φορές σε είδος, σε σιτάρι, και όχι αναγκαστικά σε χρήμα.
H αντίδραση αυτή, που διαπιστώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, παίρνει δραματικές διαστάσεις στις κεντρικές και ανατολικές περιοχές της, στη Γερμανία ανατολικά από τον Έλβα (την Ostelbien), στην Πολωνία, τη Βοημία, την Αυστρία, ακόμη και στα Βαλκάνια και στη Μοσχοβία. Με το τέλος του 16ου αιώνα, κάνει την εμφάνισή του στις περιοχές αυτές (που μερικές είναι «ακόμη άγριες») ένα φαινόμενο που οι ιστορικοί, όλο και περισσότερο, το αποκαλούν δεύτερη δουλεία. Ο χωρικός βρίσκεται πιασμένος μέσα σε ένα νέο πλέγμα υποχρεώσεων απέναντι σε έναν χωροδεσπότη, ζει σε ένα καθεστώς χειρότερο από το παλιό. Τη γη την εκμεταλλεύεται πια ο ίδιος ο χωροδεσπότης, που είναι και επιχειρηματίας και σιτέμπορος. Για να ανταποκριθεί στη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση των δημητριακών, επιβάλλει στους χωρικούς περισσότερες αγγαρείες (πέντε μέρες την εβδομάδα στη Βοημία, όπου ο χωρικός έχει μόνο το Σάββατο για να ασχοληθεί με τη δική του γή, ενώ στη Σλοβενία, οι αγγαρείες, που είχαν περιοριστεί σε δέκα μέρες το χρόνο, τον 15ο αιώνα, καλύπτουν έξι μήνες στους δώδεκα, στα τέλη του 16ου) προκειμένου να καλλιεργηθεί η γη της οποίας ο ίδιος ο χωροδεσπότης έχει την άμεση εκμετάλλευση (δηλαδή οι γειτονικές του εκτάσεις ή η προστατευμένη περιοχή). Ασφαλώς, το καθεστώς αυτό, που θα διατηρηθεί στην ανατολική Ευρώπη μέχρι τον 19ο αιώνα, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την πρόσθετη καθυστέρηση που θα παρουσιάσουν οι περιοχές αυτές σε σχέση με τη δυτική Ευρώπη.
Πράγματι, στη δυτική Ευρώπη, από τον 18ο αιώνα, και με καθεστώς συγκριτικά φιλελεύθερο, είχε αρχίσει μια περίοδος ύφεσης, που ευνόησε τους χωρικούς —στη Γαλλία από την εποχή του συστήματος Λώ, το οποίο επέσπευσε τα πάντα (ακόμη και τον αλκοολισμό της υπαίθρου). Η Γαλλική Επανάσταση ολοκλήρωσε αυτή την εξέλιξη απαλλάσσοντας διαμιάς την αγροτική γη από τα φεουδαρχικά δικαιώματα που την εβάρυναν, και το παράδειγμά της ακολούθησαν και οι άλλοι επαναστατικοί πόλεμοι, καθώς και οι ναπολεόντειοι.
Οι ελευθερίες των πόλεων. Οι πόλεις είναι κινητήρες που βρίσκονται διαρκώς σε λειτουργία. Μόνες τους σήκωσαν όλο τό βάρος της πρώτης οικονομικής αναθέρμανσης της Ευρώπης. Και έδρεψαν τους καρπούς των «ελευθεριών» τους.
Η μακροχρόνια ύφεση που γνώρισε η Ευρώπη, είχε καταλήξει, τον 10ο αιώνα σε μια τρομακτική υποβάθμιση των πόλεων. Είναι ζήτημα αν εξακολουθούσαν καν να υπάρχουν πόλεις.
Όταν η πορεία της οικονομίας άλλαξε κατεύθυνση, με την υλική ανάκαμψη που συντελέστηκε από τον 11ο ως τον 13ο αιώνα, τότε ακριβώς άρχισε και μια ζωηρή αναγέννηση των πόλεων Όλα δίνουν την εντύπωση ότι το καινούριο αυτό ξεκίνημα ευνοεί περισσότερο τις πόλεις, οι οποίες φτάνουν στην ευημερία πιο γρήγορα από τα δυσκίνητα εδαφικά κράτη. Τα οποία, μόλις τον 15ο αιώνα, το νωρίτερο, θα αρχίσουν να προβάλλουν με τα σύγχρονα, ή με τα από τότε κιόλας σύγχρονα χαρακτηριστικά τους. Ενώ οι πόλεις, ήδη από τον 11ο και τον 12ο αιώνα, ξεφεύγουν από τα στενά πλαίσια των φεουδαρχικών κρατών στα οποία έχουν αναπτυχθεί. Εκσυγχρονίζονται, προχωρούν πιο γρήγορα από την εποχή τους και προαγγέλλουν το μέλλον. Οι πόλεις είναι ήδη αυτό το μέλλον.
Φυσικά, δεν είναι ούτε πάντοτε ούτε εξαρχής απόλυτα ανεξάρτητες. Αρκετά νωρίς όμως, κάνουν την εμφάνισή τους και μεγάλες ελεύθερες πολιτείες στην Ιταλία, που είναι, την εποχή εκείνη, η πιο προηγμένη χώρα ολόκληρης της Ευρώπης. Το ίδιο συμβαίνει και στις Κάτω Χώρες, τη «δεύτερη αυτή Ιταλία». Η Βενετία, η Γένοβα, η Φλωρεντία, το Μιλάνο, η Γάνδη, η Βρύγη αποτελούν ήδη «σύγχρονες» πόλεις, ενώ την ίδια στιγμή, η βασιλεία του Αγίου Λουδοβίκου εξακολουθεί να είναι χαρακτηριστικά «μεσαιωνική».
Πίσω από αυτές τις πολιτείες, που έχουν επικεφαλής τους κάποιον δούκα, δόγη, ύπατο, απειράριθμες άλλες πόλεις μικρότερης σημασίας αποκτούν κι αυτές, όχι χωρίς αγώνες (που στηρίζονται στους καταστατικούς χάρτες τους) το δικαίωμα να αυτοδιοικούνται, να φροντίζουν οι ίδιες για τα οικονομικά τους, για την απονομή της δικαιοσύνης, για την προστασία της γης που τους ανήκει.
Κατά κανόνα, η πλήρης ελευθερία είναι το επιστέγασμα μιας υλικής ευημερίας που μόνη αυτή επιτρέπει σε ορισμένες πόλεις την πολυτέλεια να κρατούν στα χέρια τους, όχι μόνο την οικονομική τους ζωή αλλά και την εξωτερική τους άμυνα. Πρόκειται για πόλεις-κράτη, και δεν είναι πολλές εκείνες που κατόρθωσαν να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο. Όλες όμως αντλούν από το εμπόριο και από τη δραστηριότητα των διαφόρων επαγγελματικών τάξεων τη δυνατότητα να αποκτήσουν κάποια ανεξαρτησία, το δικαίωμα να έχουν κάποιες ιδιαίτερες ελευθερίες.
Τα επαγγέλματα αυτά εργάζονται συγχρόνως και για την τοπική αγορά και για το εμπόριο με τις μακρινές χώρες. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι αν η οικονομία των πόλεων κατόρθωσε να γνωρίσει την ευημερία που γνώρισε, το οφείλει στο γεγονός ότι επεκτάθηκε πολύ πιο πέρα από την τοπική κλίμακα. Τον 15ο αιώνα, η Λυβέκη, η πιο σημαντική από τις πόλεις του μεγάλου εμπορικού συνασπισμού που ονομάζεται Χάνσα και αποτελείται από ένα σύνολο εμπορικών πόλεων από τη Βαλτική ως τον Ρήνο, διατηρεί σχέσεις με ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τη Βενετία και για τη Γένοβα και για τη Φλωρεντία και για τη Βαρκελώνη.
Στα προνομιούχα αυτά κέντρα, «μαζί με το εμπόριο των μακρινών χωρών», κυριαρχεί ένας πρώτος καπιταλισμός. Είναι η αρχή της βασιλείας των εμπόρων εργοληπτών, που παρέχουν τις πρώτες ύλες, είναι και εργοδότες και εξασφαλίζουν συγχρόνως την πώληση των βιομηχανικών προϊόντων, ενώ οι πρωτομάστορες των διαφόρων επαγγελμάτων καταλήγουν όλο και περισσότερο να είναι μισθωτοί, και αυτοί και οι «σύντροφοί» τους, μέσα σε αυτό το Verlagsystem (τον αμετάφραστο αυτόν όρο των Γερμανών ιστορικών, που δηλώνει την εργατική σχέση όπου ο τεχνίτης προσφέρει μόνο την εργασία, και όχι τις πρώτες ύλες, και μόνο γι’ αυτήν πληρώνεται). Οι έμποροι είναι τα σημαίνοντα πρόσωπα του popolo grasso.Ο popolo minuto, παρακατιανός, «ισχνός» λαός, θα επαναστατήσει αρκετές φορές, χωρίς όμως σπουδαία αποτελέσματα. Παράδειγμα, στη Γάνδη, ή στη Φλωρεντία όπου, το 1381, ξεσπά η βίαιη επανάσταση των Τσόμπι…
Στην πραγματικότητα, οι εσωτερικές αυτές διαμάχες (ο Μπωμανουάρ χρησιμοποιεί τον όρο taquebans αναφερόμενος στους τεχνίτες της Φλάνδρας, που καταφεύγουν κυριολεκτικά σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε απεργίες, προκειμένου να επιτύχουν αύξηση των αποδοχών τους) αποκαλύπτουν τις κοινωνικές εντάσεις που υπάρχουν και αποτελούν ήδη φαινόμενα πάλης των τάξεων σ’ αυτές τις πολυμήχανες πόλεις. Φαινόμενα που θα γίνουν σιγά σιγά εντονότερα, καθώς θα αρχίσουν να έρχονται αντιμέτωποι και οι πρωτομάστορες με τους συντρόφους τους, οι οποίοι, μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν τη δαπάνη για το δύσκολο «αριστοτέχνημα» —απαραίτητη προϋπόθεση για την προαγωγή τους— παραμερίζονται, δημιουργούν τις δικές τους ομάδες, τα δικά τους σωματεία, τις δικές τους «στοές», από τη μια πόλη στην άλλη, τα δικά τους πηγαινέλα… Και συγκροτούν έτσι το πρώτο εργατικό προλεταριάτο.
Ωστόσο, αν αυτοί οι προλετάριοι τυχαίνει να είναι «πολίτες», αυτό και μόνο το γεγονός τους καθιστά προνομιούχους. Τουλάχιστον όσο θα διαρκέσει η μεγάλη εποχή των ανεξάρτητων ή ημιανεξάρτητων πόλεων.
Να υπήρξε άραγε, όπως πιστεύει ο Μαξ Βέμπερ, μια ειδική τυπολογία των πόλεων του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, αυτών των «κλειστών πόλεων», όπως τις αποκαλεί;
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι πόλεις αυτές έχουν την τάση να αποκλείουν και ότι αρνούνται να δώσουν την παραμικρή σημασία σε οποιονδήποτε βρίσκεται έξω από τα τείχη τους. Δεν υπάρχει καμία αρχή που να στέκεται ψηλότερα από αυτές και να θυμίζει τον αποτελεσματικό δεσποτισμό των Κινέζων μανδαρίνων, οι οποίοι εκπροσωπούν το κράτος. Η γειτονική ύπαιθρος, που τις περιβάλλει, βρίσκεται συχνά υπό την εξουσία τους. Όσο για τον χωρικό, αυτός ποτέ δεν είναι πολίτης, και το μόνο που του γυρεύουν είναι να πουλάει το σιτάρι του στην αγορά της πόλης• τίποτε παραπάνω. Συχνά μάλιστα του απαγορεύεται να διατηρεί και αργαλειούς στο σπίτι του, εκτός κι αν η ίδια η πόλη έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες του στον τομέα αυτόν. Ασφαλώς το καθεστώς αυτό διαφέρει πολύ από το καθεστώς της αρχαίας πόλης, πολιτικά ανοιχτής στην ύπαιθρο που την περιέβαλλε: ο Αθηναίος αγρότης της κλασικής εποχής είναι πολίτης επί ίσοις όροις με αυτόν που κατοικεί στην πόλη.
Δεν πρέπει λοιπόν να παραξενεύεται κανείς αν τα δικαιώματα πολιτογράφησης χορηγούνται με πολλή φειδώ, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η πόλη έχει απόλυτη ανάγκη να αυξήσει τον πληθυ-σμό της. Έτσι, το 1345, την επαύριο της Μαύρης Πανώλους, η Βενετία δέχεται εκ των προτέρων ως νέους πολίτες της όλους όσοι θέλουν να εγκατασταθούν σ’ αυτήν… Συνήθως η Γαληνότατη δεν είναι τόσο γενναιόδωρη. Για κείνην υπάρχουν δύο κατηγορίες πολιτών: η μία ονομάζεται de intus, και όποιος ανήκει σ’ αυτήν είναι citadino, πολίτης δεύτερης κατηγορίας• η άλλη, που δίνει πλήρη διακαιώματα, λέγεται de intus et de extra και ελέγχεται προσεκτικά από μια αριστοκρατία που επαγρυπνεί προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμιά της. Απαιτούνται δεκαπέντε χρόνια διαμονής στη Βενετία για να αποκτήσει κανείς το δικαίωμα να γίνει πολίτης de intus, και είκοσι χρόνια για να μπει στην πρώτη κατηγορία. Όπου, και πάλι, γίνεται διάκριση, όταν χρειάζεται, ανάμεσα σε «παλαιούς» και νέους πολίτες. Ένα διάταγμα του 1386 ορίζει ότι μόνον οι «παλαιοί» Βενετσιάνοι θα έχουν δικαίωμα να διεξάγουν εμπόριο με τους Γερμανούς εμπόρους που βρίσκονται εγκατεστημένοι στη Βενετία.
Η πόλη, εγωιστική, άγρυπνη, αμείλικτη, στέκεται απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο έτοιμη να υπερασπίσει τις ελευθερίες της, συχνά με πολύ μεγάλη γενναιότητα και, αν χρειαστεί, με απόλυτη αδιαφορία για τις ελευθερίες των άλλων. Οι πόλεμοι μεταξύ των πόλεων, πόλεμοι αποτροπιαστικοί, προοιωνίζονται τους εθνικούς πολέμους των κατοπινών αιώνων.
Ωστόσο η ελευθερία των πόλεων δεν θα αργήσει να απειληθεί, όταν τα σύγχρονα κράτη, πιο δυσκίνητα από αυτές, αρχίσουν κι αυτά να αναπτύσσονται, τον 15ο αιώνα.
Τότε, πολλές φορές οι πόλεις θα αναγκαστούν να πειθαρχήσουν στο κράτος, το οποίο απονέμει προνόμια ή επιβάλλει κυρώσεις, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Εξού και ορισμένες σοβαρές κρίσεις που σημειώθηκαν, όπως η εξέγερση των Κομουνέρος της Καστίλλης, το 1521, η καθυπόταξη της Γάνδης από τον Κάρολο Ε’, το 1540… Και πολλοί αναπόφευκτοι συμβιβασμοί. Γιατί η σύγχρονη μοναρχία μόνο χάρη στη συνεργασία των πόλεων ήταν δυνατόν να σταθεί. Έτσι λοιπόν, οι πόλεις χρειάστηκε αφενός να υποταγούν, να στερηθούν ορισμένα από τα προνόμιά τους προκειμένου να διατηρήσουν τα άλλα, αφετέρου, ως αντιστάθμισμα για την εγκατάλειψη των ελευθεριών τους, είδαν να ανοίγεται μπροστά τους το νέο πεδίο του σύγχρονου κράτους, πράγμα που σημαίνει ευρύτερες συναλλαγές, επικερδή δάνεια, και ακόμη, σε ορισμένες χώρες, ιδιαίτερα στη Γαλλία, σημαίνει και δυνατότητα αγοράς των δημοσίων θέσεων (αργυρώνητα αξιώματα). Μια νέα οικονομία ολόκληρης της επικράτειας κάνει την εμφάνισή της, και υποκαθιστά την οικονομία των πόλεων, που ήταν το προγενέστερο στάδιο. Αλλά και αυτή η νέα οικονομία, πάλι από τις πόλεις κατευθύνεται, οι οποίες, παράλληλα με το κράτος, εξακολουθούν κι αυτές να κινούν τα νήματα.
Η ώρα των εθνικών λεγομένων κρατών (δηλαδή των σύγχρονων κρατών) αργεί να σημάνει. Η παλαιά βασιλεία, που στηριζόταν στους δεσμούς του αίματος, στις σχέσεις ανάμεσα στον επικυρίαρχο και στον υποτελή του, άργησε πολυ να εξαλειφθεί, ή τουλάχιστον να μετεξελιχθεί.
Η στροφή συντελείται τον 15ο αιώνα και, αρχικά, μόνο σχεδόν στα μέρη όπου η επανάσταση των πόλεων δεν είχε γνωρίσει μεγάλη ένταση. Ούτε η Ιταλία, ούτε οι Κάτω Χώρες, ούτε ακόμη και η Γερμανία, που είχε τόσες πόλεις ελεύθερες, δραστήριες και πλούσιες, δεν στάθηκαν πρόσφορο έδαφος για τη νέα αυτή μορφή διακυβέρνησης. Η σύγχρονη μοναρχία αναπτύσσεται πρωτίστως στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, με ηγεμόνες που ανήκουν σε ένα νέο είδος, τον Ιωάννη Β’ της Αραγώνας (πατέρα του Φερδινάνδου του Καθολικού), τον Λουδοβίκο ΙΑ’, τον Ερρίκο Ζ’ του Λάνκαστερ.
Στην υπηρεσία των εθνικών κρατών, εργάζονται διάφοροι «δημόσιοι υπάλληλοι» ή, για να μην προτρέχουμε της πραγματικότητας, διάφοροι «αξιωματούχοι», όλοι όργανα του κράτους, όπως εκείνοι οι «νομομαθείς» που είχαν σπουδάσει το Ρωμαϊκό Δίκαιο, οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί, οι «υπουργοί»…
Υπέρ του κράτους λειτουργούν και τα αισθήματα λατρείας που τρέφουν οι λαϊκές μάζες για τον μονάρχη, επειδή βλέπουν στο πρόσωπό του τον φυσικό προστάτη τους ενάντια στην Εκκλησία και τους ευγενείς. Στη Γαλλία, μέχρι τον 18ο αιώνα, η μοναρχία μπορούσε να στηριχθεί στην αφοσίωση του λαού, στη «θρησκευτική του αγάπη» (Μισελέ).
Αυτό το σύγχρονο κράτος είναι δημιούργημα των νέων και επιτακτικών αναγκών του πολέμου: το πυροβολικό, οι πολεμικοί στόλοι, οι στρατιωτικές δυνάμεις που συνεχώς αυξάνονται, όλα αυτά καθιστούν τον πόλεμο όλο και πιο δαπανηρό. Ο πόλεμος, ο των πάντων γεννήτωρ, bellum omnium mater, γέννησε και τον σύγχρονο κόσμο.
Σύντομα, το σύγχρονο κράτος αρχίζει να μην αναγνωρίζει πλέον καμιά αρχή ως ανώτερη από αυτό: ούτε τον αυτοκράτορα της Αγίας Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, τον οποίο δεν υπολογίζουν πια πολύ ούτε οι ηγεμόνες της Αυτοκρατορίας• ούτε τον πάπα, που ασκούσε άλλοτε τεράστια ηθική και πολιτική εξουσία. Κάθε κράτος θέλει να είναι αυτόνομο, ανεξέλεγκτο, ελεύθερο: η κρατική σκοπιμότητα (η φράση εμφανίζεται για πρώτη φορά στο κείμενο της προσφώνησης του καρδινάλιου Ντέλα Κάζα προς τον Κάρολο Ε’, με αφορμή το αποτροπιαστικό επεισόδιο της κατάληψης της Μάντοβας, το 1552) καταλήγει να γίνει ο έσχατος λόγος, η ultima ratio. Κι αυτό μαρτυρεί τη συντελούμενη εξέλιξη, κατά την οποία το δυτικό πολιτικό σχήμα της παραδοσιακής, πατερναλιστικής και μυστικιστικής βασιλείας παίρνει τη μορφή της σύγχρονης μοναρχίας των νομομαθών.
Πολύ νωρίς εμφανίστηκαν άνθρωποι διορατικοί, οι οποίοι προανήγγειλαν τη δημιουργία κρατών «που δεν θα αναγνώριζαν κανέ-ναν ανώτερό τους», superiorem non recognoscentes, σύμφωνα με την έκφραση του νομομαθούς Μπάρτολο ντε Σασσοφερράτο (14ος αιώνας). Αλλά οι άνθρωποι αυτοί προηγούνταν τότε της πολιτικής πραγματικότητας.
Στη Γαλλία, υπερασπιστής της θεωρίας της αμέριστης κυριαρχίας του κράτους θα είναι, αλλά όχι νωρίτερα από το 1577, ο Ζαν Μποντέν, στο έργο του Traité de la république (η λέξη république πρέπει να νοηθεί με τη λατινική της σημασία, «πολιτεία», επομένως Πραγματεία περι πολιτείας). Το κυρίαρχο κράτος βρίσκεται υπεράνω των αστικών νόμων και υπόκειται μόνο στους φυσικούς και στους θείους νόμους, άρα κανένας ανθρώπινος νόμος δεν είναι ανώτερος από αυτό. «Και όπως ακριβώς ο Πάπας δεν έχει ποτέ δεμένα τα χέρια του, όπως λένε οι νομικοί του Κανονικού Δικαίου, έτσι και ο κυρίαρχος ηγεμών δεν μπορεί να έχει καμία δέσμευση, ακόμη και αν το ήθελε. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι τα διατάγματα και τα θεσπίσματα τελειώνουν με τις λέξεις: Διότι έτσι ευαρεστούμεθα, που θέλουν να δείξουν ότι οι νόμοι του κυρίαρχου ηγεμόνα, μολονότι απαντούν σε σοβαρές και υπαρκτές ανάγκες, ωστόσο δεν εξαρτώνται παρά από την απόλυτη και ελεύθερη βούλησή του.»
Αυτή η βούληση του ηγεμόνα κατακλύζει ολόκληρο το κράτος. «Das Ich wird der Staat», το Εγώ γίνεται κράτος, γράφει ένας Γερμανός ιστορικός. Είναι η ίδια η περίφημη φράση «Το κράτος είμαι εγώ», πού συνήθως αποδίδεται στον Λουδοβίκο ΙΔ’ καί —τουλάχιστον μία φορά— στην Ελισάβετ της Αγγλίας. Όσο για το γεγονός ότι οι Ισπανοί ηγεμόνες, μολονότι ονομάζονται Καθολικοί Βασιλείς, ή οι Γάλλοι ηγεμόνες, που είναι οι Χριστιανικότατοι Βασιλείς, υπερασπίζονται αν χρειαστεί, ενάντια στον Πάπα, τις ελευθερίες της γαλλικανικής εκκλησίας ή τα επίγεια και τα πνευματικά συμφέροντα των βασιλείων της Ισπανίας, αυτό είναι σημείο των καιρών. Διότι, μολονότι τέτοιου είδους φαινόμενα αντίστασης δεν είναι πρωτοφανή, ωστόσο τώρα γίνονται συστηματικά, φυσιολογικά, θεωρούνται αυτονόητα.
Όσο θα αυξάνεται η δύναμη του σύγχρονου κράτους, θα μεταβάλλεται και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός: ενώ στην αρχή ήταν καρπός των πόλεων, πολιτισμός που είχε ωριμάσει μέσα στις πολλαπλές και μικρές πολιτείες, τις προνομιούχες και πρωτότυπες, τώρα θα αρχίσει να γίνεται πολιτισμός ολόκληρης της επικράτειας, δηλαδή εθνικός. Ο Χρυσός Αιώνας της Ισπανίας (1492-1660 είναι το ευρύ του χρονικό πλαίσιο), ο Μέγας Αιών της Γαλλίας (ο 17ος) καλύπτουν, ο καθένας, ένα ολόκληρο κράτος.
Στην καρδιά αυτών των διευρυμένων πολιτισμών, εκδηλώνεται ο ρόλος των πρωτευουσών, τις οποίες στηρίζει το ίδιο το κράτος με την παρουσία του, με τις δαπάνες του, και δημιουργεί έτσι μια νέα, άγνωστη μέχρι τώρα κατηγορία, τις μεγαλουπόλεις. Το Παρίσι, η Μαδρίτη, αρχίζουν να εδραιώνουν την τεράστια φήμη τους. Το Λονδίνο γίνεται ολόκληρη η Αγγλία. Το βάρος και η ζωή ολόκληρου του κράτους, αρχίζουν να στρέφονται γύρω από αυτά τα αστικά τέρατα, που αποκτούν πια μοναδικότητα, γίνονται όργανα πολυτέλειας, μηχανές που παράγουν πολιτισμό, αλλά και ανθρώπινη αθλιότητα.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την τεράστια κίνηση ανθρώπων, κεφαλαίων, πλούτου που προκάλεσαν τα μεγάλα κράτη, και συγχρόνως τις μεγάλες μετατοπίσεις που σημειώνονται στη γεωγραφία των ελευθεριών: άλλες καταργούνται ή, στην καλύτερη περίπτωση, εξακολουθούν να είναι ανεκτές, άλλες ευνοούνται ή και δημιουργούνται εκ του μηδενός. Διάφορες πόλεις αποκτούν προνομιακή μεταχείριση, όπως η Μασσαλία, στην οποία ουσιαστικά εκχωρείται το εμπόριο της Ανατολής• όπως το Λοριάν, πόλη που ιδρύθηκε μόλις το 1666, και δεν άργησε να μονοπωλήσει το εμπόριο των Ινδιών, προνόμιο ασήμαντο ωστόσο αν το συγκρίνει κανείς με αυτό που πέτυχε η Σεβίλλη το 1503 (αλλά το έχασε το 1685 προς όφελος του Κάδιξ), το αποκλειστικό εμπόριο των « Ινδιών της Καστίλλης», δηλαδή της Αμερικής.
Υπάρχουν και ελευθερίες που κερδίζονται ερήμην του κράτους, το οποίο δεν επαρκεί για όλα ή δεν κατορθώνει να επιβάλει παντού την εξουσία του: έτσι στη Γαλλία, από το θάνατο του Κολμπέρ (1683) ως την Επανάσταση, το απολυταρχικό κράτος χάνει προοδευτικά την αποτελεσματικότητά του, ενώ η αστική τάξη, η οποία αγοράζει τα «αξιώματα», κρατά στα χέρια της ένα σημαντικό μέρος της πολιτικής εξουσίας. Οι ελευθερίες των επαρχιών ορθώνονται ενάντια στον ίδιο τον βασιλιά. Τα κοινωνικά προνόμια (κλήρος, ευγενείς, τρίτη τάξη) είναι σφηνωμένα, θά ‘λεγε κανείς, μέσα στη δομή του γαλλικού κράτους, που δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από αυτά και, εξαιτίας τους, θα αποτύχει στην προσπάθειά του να πραγματοποιήσει τις «φωτισμένες» μεταρρυθμίσεις του 18ου αιώνα.
Ακόμη και οι χώρες που τότε αποκτούν την πολιτική τους ελευθερία, σπεύδουν να αναθέσουν τις ευθύνες του κράτους σε μια ισχυρή ομάδα προνομιούχων: παράδειγμα οι Ηνωμένες Επαρχίες και η επιχειρηματική αστική τάξη τους• παράδειγμα επίσης και η Αγγλία, την επαύριο της επανάστασης του 1688. Το Κοινοβούλιό της εκπροσωπεί μια αριστοκρατία διπλής προέλευσης, τους Ουίγους και τους Τόρυς, αστική τάξη και ευγενείς, τάξεις που οπωσδήποτε δεν αποτελούν το σύνολο της χώρας.
Μέσα σε όλες αυτές τις αλλεπάλληλες συσσωρεύσεις προνομιακών «ελευθεριών», ποια είναι άραγε η μοίρα της ατομικής ελευθερίας;
Η ερώτηση δεν έχει κανένα νόημα αν αναφερόμαστε στην ελευθερία του ατόμου με τη σύγχρονη σημασία της: στην ελευθερία του κάθε ανθρώπου ως ανθρώπου, από μόνο το γεγονός ότι είναι άνθρωπος. Θα περάσει ακόμη πολύς καιρός πριν να οριστεί καν η έννοια αυτής της ελευθερίας. Τουλάχιστον όμως μπορούμε να αναρωτηθούμε αν, στην πράξη, η ελευθερία του ατόμου βρίσκεται ή όχι σε εξέλιξη. Εδώ, η απάντηση μόνον αντιφατική μπορεί να είναι και απαισιόδοξη.
Το διανοητικό κίνημα της Αναγέννησης, ακόμη και της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης (στο μέτρο που αυτή διατυπώνει την αρχή της ελεύθερης ατομικής ερμηνείας της αποκάλυψης) έθεσαν τις βάσεις μιας ελευθερίας της συνείδησης. Η Αναγέννηση και ο ουμανισμός υπογραμμίζουν το σεβασμό, το μεγαλείο του ανθρώπου ως ατόμου, εκθειάζουν το προσωπικό του πνεύμα, την προσωπική του εξουσία. Την εποχή του Κουατροτσέντο, η λέξη virtù δεν σημαίνει αρετή, σημαίνει δόξα, σημαίνει αποτελεσματικότητα, σημαίνει δύναμη. Στο επίπεδο της διανόησης, το ιδεώδες είναι ο uomo universale του Αλμπέρτι, ο οικουμενικός άνθρωπος. Τον 17ο αιώνα, με τον Καρτέσιο, ολόκληρο το φιλοσοφικό σύστημα έχει ως αφετηρία το Cogito, δηλαδή το σκεπτόμενο άτομο.
Αυτή η φιλοσοφική σημασία που αποδίδεται στο άτομο συμπίπτει με την κατάρρευση των παραδοσιακών αξιών, την οποία επιβάλλει όλο και εντονότερα η δημιουργία μιας οικονομίας της αγοράς, τον 16ο και 17ο αιώνα, οικονομίας αποτελεσματικής, που οι ρυθμοί της επιταχύνονται χάρη στα πολύτιμα μέταλλα που φτάνουν από την Αμερική, και χάρη στην εξάπλωση των πιστωτικών μέσων. Το χρήμα προκαλεί αναστάτωση στις διάφορες μεθόδους ρύθμισης που εφάρμοζαν από παλιά οι οικονομικές και κοινωνικές ομάδες (επαγγελματικά σώματα, αστικές κοινότητες, εμπορικά σώματα κ.λπ.) τις εκτροχιάζει όλες αυτές οι ρυθμίσεις χάνουν, όχι μόνο τη χρησιμότητα που είχαν άλλοτε, αλλά και την ακαμψία τους. Έτσι, στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, το άτομο αποκτά μια κάποια ελευθερία επιλογής. Ταυτόχρονα όμως, μαζί με τις σύγχρονες δομές του κράτους, δημιουργείται μια νέα τάξη πραγμάτων, που επιβάλλει στο άτομο καθήκοντα απένατι στην κοινωνία, του επιβάλλει το σεβασμό των προνομιούχων και των προνομίων, θέτοντας έτσι συγκεκριμένους κανόνες στο παιχνίδι αυτό.
Ένα γράμμα του Καρτέσιου διατυπώνει το πρόβλημα με σαφήνεια. Αν ο καθένας είναι θεωρητικά ελεύθερος και αποτελεί μόνος του μια ενότητα, τότε πώς θα ζήσει η κοινωνία, ποιους κανόνες θα πρέπει να ακολουθήσει; τον ρωτά η πριγκίπισσα Ελισάβετ. Και ο φιλόσοφος απαντά (15 Σεπτεμβρίου 1645): «Μολονότι ο καθένας από μας είναι ένα πρόσωπο ξεχωριστό από τα άλλα, του οποίου τα συμφέροντα είναι επομένως κατά κάποιον τρόπο διαφορετικά από του υπόλοιπου κόσμου, θα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας ότι δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μόνοι μας, και ότι αποτελούμε όντως ένα μέρος του σύμπαντος, και ειδικότερα ακόμη, ένα μέρος αυτής της γης, ένα μέρος αυτού του κράτους, αυτής της κοινωνίας, αυτής της οικογένειας, με την οποία μας συνδέει το σπίτι που μένουμε, ο όρκος που δώσαμε, η καταγωγή μας. Πρέπει πάντα να προτιμούμε τα συμφέροντα του συνόλου στο οποίο ανήκουμε, από τα ιδιαίτερα προσωπικά συμφέροντα μας».
Στο όνομα αυτών των «συμφερόντων του συνόλου», ο 17ος αιώνας αναλαμβάνει να «συμμορφώσει» με αυστηρά μέτρα όχι μόνο τους φτωχούς, αλλά και όλα τα «άχρηστα» στοιχεία της κοινωνίας, όλους όσοι δεν εργάζονται. Είναι αλήθεια ότι η ανησυχητική αύξηση του αριθμού των φτωχών (η οποία σχετίζεται με τη δημογραφική άνοδο που παρατηρείται όλον τον 16ο αιώνα, και με την οικονομική κρίση που αρχίζει στο τέλος του ίδιου αυτού αιώνα και επιδεινώνεται τον 17ο) η αύξηση αυτή των φτωχών, που σημαίνει επαιτεία, αλητεία, κλοπές, κατέστησε την καταστολή αναγκαία. Τι κάνει, από το 1532 κιόλας, το Παρλαμέντο του Παρισιού; Διατάσσει να συλληφθούν οι επαίτες της μεγαλούπολης «για να τους υποχρεώσει να εργαστούν στους υπονόμους … δεμένοι δύο δύο με αλυσίδες». Δεν έχουμε παρά να δούμε ακόμη πώς αντιμετωπίζει τους απόκληρούς της και η πόλη της Τρουά, το 1573.
Όλα αυτά όμως είναι μέτρα παροδικά. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ο απόκληρος, ο αλήτης, ο τρελός είχαν τύχει προστασίας χάρη σε εκείνο το δικαίωμα φιλοξενίας που τους αναγνωριζόταν, χάρη στη μερίδα του φτωχού που τους ανήκε στο όνομα του Θεού, επειδή ο Χριστός άγιασε την αθλιότητα φορώντας μια μέρα τα ρούχα του φτωχού, και γιατί υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο ο φτωχός να είναι απεσταλμένος του Θεού. Όλο το πνευματικό κίνημα που εκφράζεται στο πρόσωπο του αγίου Φραγκίσκου εκθειάζει τη μυστική δύναμη της Πτωχείας, την οποία προσωποποιεί, της άγιας φτώχειας. Οπωσδήποτε, οι δυστυχείς, οι τρελοί, τα συντρίμμια της κοινωνίας περιφέρονται από πόλη σε πόλη, ενώ, από την πλευρά τους, οι πόλεις σπεύδουν τις περισσότερες φορές να τους ξαναθέσουν, όλους αυτούς, σε κυκλοφορία, προτιμώντας να μην τους έχουν πολύν καιρό μέσα στα τείχη τους.
Εξού και κάποια μορφή ελευθερίας, σωματικής ελευθερίας τουλάχιστον, όπως η ελευθερία του χωρικού, που εγκαταλείπει τον αφέντη του για να βρει κανέναν άλλο λιγότερο απειλητικό γι’ αυτόν, ή για να πάει να εγκατασταθεί στην πόλη• η ελευθερία του στρατιώτη που αναζητά στρατολόγο• του μετανάστη, που παίρνει το δρόμο προς έναν καλύτερο μισθό ή προς τον Νέο Κόσμο και την πραγματοποίηση ενός οράματος καλύτερης ζωής• ελευθερία όμως που έχουν και οι αργόσχολοι, οι αμετανόητοι αλήτες, οι διανοητικά καθυστερημένοι, οι ανάπηροι, οι κλέφτες, που χάρη στη φιλανθρωπία των άλλων ή στις δικές τους αρπαγές, κατορθώνουν να διατηρούνται στη ζωή, απέχοντας από κάθε μορφή τακτικής εργασίας.
Όλος αυτός ο κόσμος, που τελούσε μέχρι τώρα υπό την προστασία του Θεού, τον 17ο αιώνα, θα μεταβληθεί σε εχθρό μιας αστικής, ήδη καπιταλιστικής κοινωνίας, παθιασμένης για τάξη και για αποδοτικότητα, κοινωνίας που οικοδομεί το κράτος με αυτό το πνεύμα και γι’ αυτόν το σκοπό. Σε όλη την Ευρώπη (τη διαμαρτυρόμενη όπως και την καθολική), οι άποροι, οι ασθενείς, οι άνεργοι, οι τρελοί αντιμετωπίζονται χωρίς έλεος: τους ρίχνουν στη φυλακή (ενίοτε μαζί με την οικογένειά τους), και έτσι βρίσκονται στην ίδια μοίρα με τους κακοποιούς κάθε φυράματος. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Μισέλ Φουκώ (ο οποίος μελέτησε το φαινόμενο όταν ασχολήθηκε με την τρέλα στην κλασική εποχή) ονομάζει «μεγάλο εγκλεισμό» των απόρων, είναι δηλαδή μια νομιμοποιημένη κάθειρξη, οργανωμένη από μια σχολαστική διοίκηση, η οποία εξάλλου θα δώσει τη δυνατότητα να κλείνονται στη φυλακή και ο διεφθαρμένος ή άσωτος γιός, ή ο «διασπαθιστής πατέρας», μετά από αίτηση των οικογενειών τους, καθώς επίσης και ο πολιτικός αντίπαλος, με σχετικό βασιλικό έγγραφο.
Για το σκοπό αυτόν δημιουργούνται ένα σωρό ιδρύματα: νοσοκομεία, εργαστήρια του ελέους, workhouses, Zuchthäuser. Όπως κι αν ονομάζονται, είναι όλα αυστηροί στρατώνες και, επιπλέον, εργαστήρια καταναγκαστικής εργασίας. Στη Γαλλία, μετά από το διάταγμα του 1656, με το οποίο ιδρύεται το Γενικό Νοσοκομείο και συγχρόνως οργανώνεται σε μεγάλη κλίμακα όλη αυτή η νέα κοινωνική πολιτική, ένα άτομο στα εκατό περίπου θα κλειστεί στη φυλακή, στην πόλη του Παρισιού! Μόνο τον 18ο αιώνα θα αρχίσει να χαλαρώνει αυτό το μέτρο καταστολής.
Έτσι, μέσα σε έναν κόσμο όπου η ελευθερία ήταν ήδη προνόμιο ορισμένων, ο 17ος αιώνας συνέβαλε ώστε να περιοριστεί ακόμη περισσότερο εκείνο το στοιχειώδες δικαίωμα να σηκώνεται κανείς και να φεύγει, ή να περιπλανιέται, η μόνη ελευθερία που επιτρεπόταν μέχρι τότε και στους φτωχούς. Ταυτόχρονα περιορίζονται, όπως είπαμε, και οι ελευθερίες των χωρικών. Στην αρχή του Διαφωτισμού η ποιότητα ζωής της Ευρώπης έχει φτάσει στο ναδίρ.
Μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση, ένα μοναδικό φώς: αυτή ακριβώς η ελευθερία, που οι περισσότεροι άνθρωποι τη στερούνται, δεν παύει ποτέ να αποτελεί για την Ευρώπη ένα ιδεώδες προς το οποίο κατευθύνονται και η σκέψη και, με πιο αργά βήματα, η ιστορία. Πρόκειται για μείζονα τάση της Ευρωπαϊκής ιστορίας, τάση της οποίας το νόημα αποκαλύπτουν οι πολυάριθμες αγροτικές εξεγέρσεις του 17ου αιώνα, οι όχι λιγότερες λαϊκές ταραχές (Παρίσι 1633, Ρουάν 1634-1639, Λυόν 1623, 1629, 1633, 1642) καθώς και οι πολιτικές και φιλοσοφικές τάσεις του 18ου αιώνα.
Την ελευθερία αυτή δεν θα κατορθώσει να την εδραιώσει πλήρως ούτε η Γαλλική Επανάσταση, αφού και σήμερα ακόμη, δύσκολα θα μπορούσαμε να καυχηθούμε ότι την έχουμε κατακτήσει στην πλήρη μορφή της. Βέβαια, η Γαλλική Επανάσταση καταργεί τα φεουδαρχικά δικαιώματα, τη νύχτα της 4ης Αυγούστου 1789• αλλά, απέναντι στον χωρικό, εξακολουθούν να ορθώνονται ο δανειστής του και ο ιδιοκτήτης. Καταργεί τις συντεχνίες (1791, νόμος Λε Σαπελιέ)• αλλά, την ίδια στιγμή, αφήνει τον εργάτη στο έλεος του εργοδότη. Θα χρειαστεί να περάσει ένας ολόκληρος αιώνας, στη Γαλλία, πριν να νομιμοποιηθούν τα εργατικά σωματεία (1884). Από την άλλη πλευρά πάλι, είναι εξίσου αληθές ότι η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, το 1789, παραμένει ορόσημο σ’ αυτή την ιστορία της ελευθερίας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη συντελεστή της γέννησης του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ελευθερία ή επιδίωξη της ισότητας; Ο Ναπολέων πίστευε ότι ο Γάλλος αποζητούσε όχι την ελευθερία αλλά την ισότητα, δηλαδή την ισότητα απέναντι στο νόμο, την κατάργηση των φεουδαρχικών δικαιωμάτων, με άλλα λόγια το τέλος των επιμέρους ελευθεριών, των προνομίων.
Από τις ελευθερίες στην ελευθερία: να μια φράση που διαφωτίζει μία από τις πιο βασικές κατευθύνσεις της ευρωπαϊκής ιστορίας.