Ο διαμελισμένος Θεός, ο Χριστός ελκόμενος από το σταυρικό πάθος, ο Θεός δημιουργός μιας φυσικής μορφής, που σαρκώνει τη θεότητά του στα μυστικά άνθη του μαρτυρίου, είναι το πρότυπο που ο ρομαντισμός εξυπηρέτησε μέσω του τύπου του ποιητή-Δημιουργού που προέβαλλε: ενός δημιουργού που η σχέση του με το έργο είναι ακριβώς μια σχέση θεϊκής δημιουργίας μέσω του απείρου, της φαντασίας και της αιωνιότητας. Ο Sacer Vates του ρομαντισμού αποτυπώνει την εικόνα της θειότητας με το δικό του μαρτύριο της σάρκωσης μέσα στη φύση, που καρπός της είναι το δημιούργημα της τέχνης του, το οποίο υποκαθιστά, αλλά και με τη σειρά του σαρκώνει, το θείο δημιούργημα. Ο συμβολισμός που προκύπτει από τη θέαση αυτή αντιστοιχεί στο μεσαιωνικό όραμα, εκείνο που ανυψώνει το πρότυπο του Θεού-Ποιητή σε απόλυτο πρότυπο, σε ύψιστο κανόνα λειτουργικής ενότητας τεχνουργού και τεχνήματος. Ο Μ.H.Abrams σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά:
Στα γραπτά του Σλέγκελ ο παραλληλισμός ανάμεσα στον δημιουργό και στον ποιητή εξυπηρετεί το διανοητικό μοντέλο για τη σύλληψη ενός ποιήματος ως μεταμορφωμένης προβολής του συγγραφέα του. Σε τελευταία ανάλυση, η σύλληψη αυτή επιστρέφει στην παλιά ιδέα της σχέσης του Θεού προς το δημιουργημένο απ’ αυτόν σύμπαν.
Και στη συνέχεια επισημαίνει:
Η φρασεολογία του Σλέγκελ με τους υπαινιγμούς της προς τον συμβολισμό, το θείο κάλλος, τα κρυμμένα νοήματα και το οξύμωρο του «ορατά αόρατου», είναι παρμένη απ’ ευθείας από την μεσαιωνική και αναγεννησιακή τυπολογία.
Το μεσαιωνικό όραμα υπήρξε καθολική έκφραση του ρομαντισμού. Στη Γερμανία βρήκε, ίσως, μια από τις βαθύτερες αιτιολογήσεις του, μέσω του θεωρητικού δυναμικού μιας εκφραστικής γλώσσας που με πάθος εγκαινίασε η βιαιότητα του sturm und drang. Όμως, η μετανάστευση και η διάδοση αυτών των προτύπων υπήρξε τόσο εσωτερικά αναγκαία, ώστε ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός στο σύνολό του να αποκτήσει, μέσω αυτών, εναν από τους κεντρικούς δημιουργικούς του άξονες. «Η γοτθική παράδοση» παρατηρεί ό René Wellek, «μπορεί να διαπιστωθεί στον Κόλεριτζ, στον Σέλλεϋ και στον Σκώτ, όμως και στους Τηκ, Άρνιμ, Μπρεντάνο και Ε.Τ.Α. Χόφμαν».
Οι γοτθικές ιστορίες του Charle Nodier, τα μυθιστορήματα της Ann Radcliffe, γεμάτα «από συμπαγή κατάλοιπα του Μεσαίωνα, όπου η φεουδαλική τυραννία και οι προλήψεις εξακολουθούν ακόμη να επικρέμανται πάνω από τον σκλάβο και τον φανατικό», καθώς παρατηρεί ο Ουώλτερ Σκώτ, η νοσταλγία της λατρείας της Δέσποινας της Χριστιανοσύνης που εμπνέει τον μεσαιωνισμό του Νοβάλις, τα αισθήματα κατάνυξης μπροστά στις γοτθικές εκκλησίες του Chateaubrian, η γερμανική Novelle, όλα τούτα συνιστούν μια πανίσχυρη κληρονομιά του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού και διαμορφώνουν ένα πρωτογενές συναισθηματικό κλίμα στις συλλήψεις των δημιουργών, κλίμα το οποίο λειτουργεί σαν εύφορο έδαφος για την οικοδόμηση της ρομαντικής γλώσσας. Γράφει ο Heinrich Steffens:
Οι ρομαντικοί έδωσαν τεράστια έμφαση στον Μεσαίωνα. Ιδιαίτερα ήταν η Μαντόνα που ετιμάτο ως η θεϊκή γυναίκα με τα μέσα των φαντασιώσεων που παρήγαγε η ποίηση. Αφού ο Τηκ, ο Αύγουστος Βίλχελμ Σλέγκελ και ο Νοβάλις την είχαν καταστήσει πηγή ποιητικού οραματισμού, βλέπαμε όλους τους νέους ποιητές να γονατίζουν μπροστά στον βωμό της Παρθένου.
Και ο Χάινριχ Χάινε εξομολογείται:
Όμως τι ήταν η ρομαντική Σχολή στη Γερμανία; Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αναβίωση της ποιήσεως του Μεσαίωνα καθώς εκφραζόταν στα ποιήματα, στη ζωγραφική και στη γλυπτική, στην τέχνη και στη ζωή εκείνης της εποχής. Αυτή η ποίηση, οπωσδήποτε, είχε βγει μέσα από τον Χριστιανισμό, ήταν το παθητικό λουλούδι που είχε ανθίσει από το αίμα του Χριστού.
Η εκφραστική ερμηνευτική που ο ρομαντισμός ενστερνίζεται ως προς τον Μεσαίωνα λειτουργεί μέσω μιας συνολικής θέασης των παθητικών πηγών του παρελθόντος, που στηρίζουν και διαρκώς ανανεώνουν την παθολογική γλώσσα ενός ποιητικοποιημένου κόσμου, ο οποίος ζει εξακολουθητικά και αδιάσπαστα στη φαντασία και στα δημιουργήματα των ρομαντικών. Σε άλλα σημεία αυτής της εργασίας θα επιχειρήσω να διερμηνεύσω συστηματικότερα πολλούς από τους όρους που συνθέτουν τη γλώσσα αυτή. Θα ήθελα, όμως, εδώ να υποδείξω μια λειτουργική σχέση του ρομαντισμού με το παρελθόν, και ιδιαίτερα με το παρελθόν του μεσαιωνικού οραματισμού, καθώς είναι αυτός ο οραματισμός που γεννά την Ύψιστη τέχνη των δημιουργών και εμπλέκει στον κόσμο τους την αγωνία και τον εφιάλτη, την ενοχή και την καταδίκη, το αδιερμήνευτο κακό της πρωταρχικής πτώσης και την οίηση της εξέγερσης, όλα όσα, δηλαδή, συνιστούν το Ύψιστο του ρομαντισμού ως πρωταρχικής δημιουργικής αιτίας.