12 Μαρτίου 2000
Η υποβολή της ελληνικής αίτησης για ένταξη της δραχμής στην ΟΝΕ είναι πραγματικά ένας σταθμός στον μακρό δρόμο που διανύσαμε από το 1958. Μόνο ένας σταθμός φυσικά, όχι το τέρμα μιας διαδρομής που ίσως θα έχει και δύσβατα σημεία στο μέλλον. Είναι πάντως μια διαδρομή που ξεκίνησε 42 χρόνια πριν και γι’ αυτό καλό είναι να ρίχνουμε πότε πότε και μια ματιά πίσω μας για να βλέπουμε από πού ξεκινήσαμε.
Το 1958 βρεθήκαμε μπροστά σε ένα δίλημμα. Μόλις έναν χρόνο πριν είχε αρχίσει να λειτουργεί η ΕΟΚ (των έξι τότε μελών) και αμέσως μετά οι υπόλοιποι επτά που δεν είχαν θελήσει να συμπράξουν είχαν αρχίσει να οργανώνουν την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών με πρωταγωνίστρια τη Βρετανία. Η Ελλάδα θα έπρεπε να ενταχθεί σε έναν από τους δύο αυτούς σχηματισμούς αν δεν ήθελε να μείνει μοναχική και μακριά από τις εξελίξεις. Σε ποιον όμως; Η ΕΖΕΣ πιθανότατα θα μας δεχόταν ως πλήρες μέλος ενώ η ΕΟΚ μόνο ως συνδεδεμένο μέλος θα μπορούσε να μας δεχθεί. Εγιναν τότε διάφορες μελέτες και υπολογισμοί, την απόφαση όμως την πήρε τελικά με το δικό του κριτήριο ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Γιατί είχε από τότε διαβλέψει ότι η ΕΟΚ είχε τον δυναμισμό να προχωρήσει και προχώρησε. Ενώ για την ΕΖΕΣ έβλεπε (και πολύ σωστά) πως θα παρέμενε στατική. Μόλις 12 χρόνια αργότερα η Βρετανία, πρωταγωνίστρια της ΕΖΕΣ, προσχώρησε μαζί με την Ιρλανδία και τη Δανία στην ΕΟΚ. Οι δικές μας διαπραγματεύσεις για τη σύνδεση με την ΕΟΚ κατέληξαν με επιτυχία το 1961. Δεν εξελίχθηκε ομαλά η σύνδεσή μας. Γιατί από το 1967 ως το 1974 η ΕΟΚ «πάγωσε» τη συμφωνία με την Ελλάδα της τότε δικτατορίας. Εννοείται ότι το «πάγωμα» ήταν επιλεκτικό από μέρους της ΕΟΚ γιατί σταμάτησε μεν η διαδικασία της εναρμόνισης με τις κοινές πολιτικές που τότε αναπτύσσονταν στην ΕΟΚ (ιδιαίτερα την Κοινή Αγροτική Πολιτική) καθώς και η χρηματοδοτική βοήθεια, δεν πάγωσαν όμως και οι σταδιακές μειώσεις των εισαγωγικών δασμών που είχαμε αναλάβει την υποχρέωση να κάνουμε. Τελικά αυτό δεν αποδείχθηκε επιζήμιο, γιατί κατά κάποιον τρόπο βοήθησε να ξεφύγουμε από το περιβάλλον δασμολογικής προστασίας στο οποίο είχε εθιστεί η οικονομία μας. Πιο ζημιογόνο ήταν το γεγονός ότι δεν εναρμονιστήκαμε εγκαίρως με τους μηχανισμούς της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Οταν πάντως αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, σαφής προσανατολισμός του Καραμανλή ήταν να προχωρήσουμε στην πλήρη ένταξη. Για μία ακόμη φορά το κριτήριό του ήταν πολιτικό και λιγότερο οικονομικό. Γιατί πράγματι η απόσταση που χώριζε τότε τους οικονομικούς μας δείκτες από τους μέσους όρους των αντίστοιχων ευρωπαϊκών ήταν μεγάλη. Η ένταξη όμως φαινόταν σαν ένα δίχτυ ασφαλείας για μια χώρα που μόλις έβγαινε από μια δικτατορία και αντιμετώπιζε ταυτόχρονα την τουρκική απειλή. Αυτοί οι δύο παράγοντες βάρυναν διαφορετικά, όπως ήταν φυσικό, και στη σκέψη των μελλοντικών εταίρων μας. Από τη μία μεριά, ήθελαν να συμπαρασταθούν σε μια χώρα που ξαναβρήκε το δημοκρατικό της καθεστώς και να βοηθήσουν να εδραιωθεί η δημοκρατία χωρίς τον φόβο κάποιας υποτροπής. Από την άλλη, όμως, με ενδοιασμούς αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο να βρεθεί ως πλήρες μέλος της Κοινότητας μια χώρα που ίσως την άλλη ημέρα θα βρισκόταν εμπόλεμη με την Τουρκία. Και βεβαίως σ’ αυτούς τους ενδοιασμούς, που ήταν πολιτικής φύσεως, ερχόταν να προστεθεί και η διαπίστωση της μεγάλης απόστασης που χώριζε την ελληνική οικονομία από την οικονομία των άλλων κοινοτικών μελών. Τη διαπίστωση αυτή την ενίσχυσε και η «ακτινογραφία» (όπως την αποκαλέσαμε τότε) της ελληνικής οικονομίας που έγινε μεταξύ 1975 και 1976 από στελέχη της Επιτροπής από τις Βρυξέλλες που με επιτόπιο έρευνα πέρασαν από ψιλό κόσκινο όλα τα ελληνικά οικονομικά δεδομένα. Και η αρχική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Συμβούλιο ήταν αρνητική! Μέσα όμως σε μία εβδομάδα η έντονη πολιτική παρέμβαση του Καραμανλή προς τους ηγέτες των κρατών-μελών κατόρθωσε αυτό που φαινόταν ακατόρθωτο, να ανατραπεί δηλαδή η γνωμοδότηση της Επιτροπής και να δοθεί το πράσινο φως για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα. Υπερίσχυσε τελικά το πολιτικό και όχι το οικονομικό κριτήριο. Και σ’ αυτό κρίσιμη και αποφασιστική ήταν η προσωπική προσπάθεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή που συνεχίστηκε σε όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεων με αλλεπάλληλα ταξίδια στις πρωτεύουσες των μελλοντικών εταίρων μας για να πείσει ότι έπρεπε να γίνει η Ελλάδα το δέκατο μέλος της ΕΟΚ και να ξεπεραστούν τα πολλά προβλήματα των διαπραγματεύσεων. Αν μεταφερθεί κανείς σ’ εκείνο το δύσκολο καλοκαίρι του 1976, όπου η κρίση του «Σισμίκ» μάς είχε φέρει στα πρόθυρα του πολέμου, μπορεί να καταλάβει τι εσήμαινε πολιτικά για την Ελλάδα αυτή η αρχή έστω της διαπραγμάτευσης. Ας σημειωθεί ότι ο Καραμανλής δεν έπαυε να τονίζει πως η Ελλάδα δεν είχε καμία πρόθεση να μεταφέρει τις ελληνοτουρκικές διαφορές μέσα στην Κοινότητα. Ηταν και αυτός ένας από τους λόγους (αλλά όχι ο μόνος) που συναντήθηκε δύο φορές στις αρχές του 1978 με τον τότε (και σήμερα) πρωθυπουργό Ετζεβίτ και αποφασίστηκε να αρχίσει διάλογος εφ’ όλης της ύλης σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών. Οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη είχαν φυσικά τις δυσκολίες τους. Ας τις απαριθμήσουμε σύντομα: