Ο Άμλετ, νέος, βασιλικός πρίγκηπας, είναι ένας διανοούμενος. Επιθυμία του μοναδική είναι να ξαναγυρίσει στο Πανεπιστήμιο της Wittenberg, για να επιδοθεί στη φιλοσοφία. Εάν παραμένει στη βασιλική αυλή το κάνει αποκλει-στικά από υπακοή στις επιθυμίες της μητέρας του. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμμερισθεί την κοινή ανθρώπινη συνθήκη, μια ανίατη μελαγχολία τον κατέχει και τον κάνει να βρίσκει τ’ αγαθά αυτού του κόσμου «ανιαρά, τετριμμένα και οχληρά», γι’αυτό τον απασχολεί η αυτοκτονία, αλλά καλύπτει αυτή τη μελαγχολία κάτω από προσχήματα μιας σαρκαστικής ευθυμίας, ενός ζωηρού πνεύματος, πρόθυμου για ειρωνεία και παράξενες επιτηδεύσεις. Ας δούμε τώρα με ποιους όρους περιγράφεται ο Kierkegaard. Ο ίδιος αισθάνεται σαν πρίγκηπας. «Υπάρχει κάτι το βασιλικό μέσα στο Είναι μου», λέγει σ’ ένα από τα υπό ψευδώνυμο έργα του. Ήθελε και αυτός «να ξαναγυρίσει στή Wittenberg», ν’ ασχοληθεί δηλαδή με τη διαλεκτική του ιδιοφυία, τους σκοπούς της ποίησης και της φιλοσοφίας που είχε συλλάβει κατά την παραμονή του στην Ακαδημία Βερολίνου, αλλά καταλήγει να διεξέλθει απλά την έρευνα της Θεολογίας, από υπακοή στις επιθυμίες του πατέρα του. Ο ίδιος αυτοαναγνωρίζεται ως θύμα νευρασθένειας: «έχω ζήσει, από τα νεανικά μου χρόνια, ύπο το κράτος μιας ισχυρής μελαγχολίας, της οποίας το βάθος έχει εξ ίσου τη δυνατότητα να την αποκρύπτει κάτω από φαινομενική ευθυμία», και προσθέτει: «ήμουν εξοπλισμένος με αλόγιστη σχεδόν πίστη στην ικανότητά μου ότι μπορώ τα πάντα, εκτός από ένα: να γίνω ελεύθερο πουλί, έστω και μια μόνη ημέρα, να σπάσω τις αλυσίδες της μελαγχολίας, όπου μια άλλη δύναμη με κρατούσε». Αυτή η διάθεση, προσθέτει, τον έχει καταδικάσει να παρατηρεί, να στοχάζεται τη ζωή, να την μιμείται αντί να τη ζη πραγματικά• αλλά, αν και αιχμάλωτος του μαρτυρίου του, έχει δεχθεί «την απεριόριστη ελευθερία να προκαλεί την τύχη».
Να, λοιπόν, ο Άμλετ όπως μας τον παρουσιάζουν οι πρώτες σκηνές του φερώνυμου δράματος του Shakespeare, και ο Kierkegaard όπως φαίνεται στο πρώτο του έργο, την Εναλλαγή: δυό αληθινοί πρίγκηπες, δύο υπάρξεις εξαίρεσης γεμάτες τόλμη και υπερηφάνεια, αλλά αδέξιες στη συνήθη ζωή, εξ αιτίας μιας μυστηριώδους μελαγχολίας την οποίαν κρύβουν κάτω από ένα ειρωνικό προσωπείο. Και αυτά τα δύο άτομα, για τα οποία η ζωή καθ’ εαυτή είναι ήδη ένα πρόβλημα, αναλαμβάνουν μια τρομερή αποστολή, η οποία και θα τους καταδικάσει, πολύ περισσότερο από την ψυχολογική τους κατά-σταση, να γίνουν υπάρξεις εξαίρεσης. Ο Άμλετ δέχεται την εντολή του πατέρα του, ο οποίος εμφανίζεται υπό μορφή φαντάσματος. Δολοφονημένος, λέγει, από τον νυν βασιλιά, ο οποίος είναι σφετεριστής του θρόνου, ο πατέρας διατάσσει το παιδί του να τον εκδικηθεί. Ο Άμλετ επανέρχεται στους συντρόφους του, οι οποίοι από απόσταση παρίστανται στη σκηνή, και τους ορκίζει τρεις φορές να φυλάξουν το μυστικό αυτής της αποκάλυψης. Ο Kierkegaard έχει δεχθεί και αυτός από την εποχή της νιότης του την ανακοίνωση ενός μυστικού, στο οποίο συχνά ανοφέρεται, αλλά δεν έχει ποτέ εξηγήοει την υφή του. Γνωρίζουμε βέβαια ότι το μυστικό αυτό είχε συνδεθεί με τη μνήμη του πατέρα του. Χαρακτηρίζει αυτή την αποκάλυψη «μεγάλο σεισμό» στη ζωή του, έτσι όπως ο Άμλετ θα μπορούσε να ομιλεί για τη σκηνή του φαντάσματος, και προσέτι η επίδραση του πατέρα του (στον οποίο θ’ αφιερώσει όλα τα θρησκευτικά γραπτά του) ανοίγει τα μάτια του Kierke-gaard πάνω στο απόλυτο του αληθινού χριστιανισμού και του επέτρεψε ν’ αποκαλύψει αυτή την τρομερή αλήθεια: ο αυτοαποκαλούμενος χριστιανισμός των συγχρόνων καιρών είναι μια απάτη, μια απέραντη ψευδαίσθηση, και σε σύγκριση μ’ εκείνον της Καινής Διαθήκης μοιάζει περισσότερο με σαλόνι μικροαστού ή με αίθουσα παιδικών παιχνιδιών, σε περιπτώσεις τρομερών αποφάσεων της πολύ σκληρής πραγματικότητας. Έχουμε διαφθείρει τον Χριστιανισμό, τον έχουμε πάρει φτηνά, αντί να θεωρηθούμε ανάξιοί του και να ομολογήσουμε ότι αποφεύγουμε να τον εκτιμήσουμε σωστά. Αυτό ακριβώς, λέγει ο Kierkegaard, είναι χαρακτηριστικό «έγκλημα καθοσιώσεως». Υπάρχει λοιπόν σφετερισμός. Ο επίσημος χριστιανισμός των ημερών παίζει στα μάτια του Kierkegaard τον ίδιο ρόλο που παίζει ο βασιλιάς Claudius στα μάτια του Άμλετ, μόνον που ενώ ο Claudius έχει εξαπατήσει τη βασίλισσα, η εκκλησία καταχράται μια εξωραϊσμένη διδαχή την οποία ο όχλος σήμερα την εκλαμ βάνει για χριστιανισμό.